Ένας ορυκτός πόρος είναι μια συγκέντρωση φυσικών στερεών ανόργανων ή απολιθωμένων οργανικών υλικών, συμπεριλαμβανομένων των μετάλλων, του άνθρακα και των ορυκτών σε επαρκή ποσότητα και ποιότητα για να έχουν εύλογες προοπτικές οικονομικής εξόρυξης. Αυτός ο ορισμός έχει ευρύτερο πεδίο από το αποθεματικό ορυκτών, όπου υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα οικονομικής εξόρυξης, με βάση μια ανασκόπηση των τεχνικών ζητημάτων, των οικονομικών και των νομικών προβλημάτων.